- μυρεψῷ
- μυρεψόςone who boils and prepares unguentsmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυρεψώ — μυρεψῶ, έω (ΑΜ) [μυρεψός] παρασκευάζω μύρα, ασκώ το επάγγελμα τού μυρεψού, είμαι μυρεψός αρχ. (και μτφ.) παρασκευάζω κάτι σαν μύρο («τὸν καθαρὸν καὶ εὐώδη μυρεψιῶ βίον», Γρηγ. Νύσσ. β. «τὴν διὰ τῶν ἀρετῶν μυρεψουμένην ευωδίαν», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek
μυρεψῶι — μυρεψῷ , μυρεψός one who boils and prepares unguents masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρέψημα — το (Μ μυρέψημα) [μυρεψώ] αρωματώδες απόσταγμα, άρωμα, μυρωδικό («οὐ μόνον ἐξ ἀνθέων γλυκέων καὶ λοιπῆς χρησιμότητος ἑαυτῇ συγκροτεῑν τὸ μυρέψημα τοῡ γλυκάσματος», Ευστ.) … Dictionary of Greek
μυρεψητήριον — μυρεψητήριον, τὸ (Α) 1. αγγείο το οποίο χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή μύρου 2. το εργαστήριο μυρεψού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρεψῶ + επίθημα τήριον (πρβλ. ορμη τήριον)] … Dictionary of Greek